- κωφίας
- κωφίας, ὁ (Α)είδος φιδιού, πιθ. ο τυφλίνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κωφός + κατάλ. -ίας (πρβλ. τυφλ-ίας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κωφίας — κωφίᾱς , κωφίας masc acc pl κωφίᾱς , κωφίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωφίαν — κωφίᾱν , κωφίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) κωφίας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωφός — ή, ό (Α κωφός, ή, όν) 1. αυτός που δεν ακούει, κουφός (α. «ὅσοι κωφοὶ γίνονται ἐκ γενετῆς πάντες καὶ ἐνεοὶ γίνονται», Αριστοτ. β. «νοῡς ὁρῆ καὶ νοῡς ἀκούει τἆλλα κωφὰ καὶ τυφλά», Επιχ.) 2. άηχος, αθόρυβος («κῡμα μέλαν κῶφόν τε καὶ ἄβρομον», Απολλ … Dictionary of Greek